Ο
στίχος μού κέντριζε, μέρες, τη μνήμη,
χωρίς
να μπορεί να μου πει τι ζητά,
σε
κάποιες στιγμές κουβαλούσε μια λύπη,
σε
άλλες, αόριστα, κάποια χαρά.
Κι
απόψε τη νύχτα, κοντά μου η Φοίβη
το
στίχο ψιθύριζε μ’ επιμονή,
στα
χέρια μου πήρα χαρτί και μολύβι,
και
στίχοι καινούριοι σηκώσαν φωνή.
Ποτάμι
οι λέξεις, φωτιές το μολύβι
μαζί
τους να τρέξει, να βγάλει φτερά,
απρόσμενη
μέσα στη νύχτα μου τύρβη,
προς
άγνωρο τόπο κινούσα γοργά.
Οι
στίχοι με πήγαν σε δύσβατο δάσος,
πυκνόφυλλοι
θάμνοι, ο δρόμος κλειστός,
μα
ξέφωτο έλαμψε πέρα στο βάθος,
η
Φοίβη τραβούσε μπροστά οδηγός.
Κυλήσαν
οι ώρες, η νύχτα στη λήθη,
η
Φοίβη αόρατη στο λυκαυγές.
Αχνά
ξεπροβάλλουν οι πρώτοι μου στίχοι,
τής
λύπης οι νύξεις μικρές αμυχές.
Προβάλλουν
αργά και οι δεύτεροι στίχοι,
της
νέας μου μέρας καλός ο ρυθμός,
διαχέονται
γύρω ευφρόσυνοι ήχοι.
Η
λύπη διαλύεται μέσα στο φως.