Σάββατο 31 Μαΐου 2025

Απορία ενός γέρου

 
Τα χρόνια μου πέρασαν, όλα το δείχνουν,
σημάδια πολλά στο κορμί φανερά,
ιών εποχές στο κρεβάτι με ρίχνουν,
πολλά τού Καβάφη σβησμένα κεριά.

Και ήθελα τόσα ακόμα να κάνω,
μα ήσαν οι μέριμνες πάντα πολλές.
Με χέρι τρεμάμενο ό,τι κι αν πιάνω·
στην άκρη θα μείνουν ωραίες δουλειές.

Τα χρόνια μου πέρασαν, φύγαν για πάντα,
του χρόνου οι δείκτες ποτέ σταθεροί.
Αν μέναμε στάσιμοι πριν τα σαράντα,
αν ήμασταν όλοι μονίμως γεροί!

Σοφέ παντοδύναμε, που σε υμνούμε
και όπου κοιτάξεις υπάρχει ναός,
δε θά ’ταν καλύτερα να μη γερνούμε
και άγνωστη νά ’ναι η λέξη νεκρός;

(Χιλιάδες αιώνες κι ακόμα η Φύση
οδεύει σε δρόμο που μένει στενός,
μπορεί κάποια μέρα να βρει άλλη λύση
και άγνωστη νά ’ναι η λέξη νεκρός;)

Σάββατο 24 Μαΐου 2025

Πολιτισμός αντιποίνων

 
Μου έριξες μία γροθιά
εγώ σου ρίχνω εκατό.
Μου έσπασες το πόδι μου,
εγώ σου κόβω το λαιμό.

Μπορεί να διαμαρτύρεσαι
πως είσαι αδικημένος,
μα είσαι απολίτιστος,
εγώ πολιτισμένος.

Μιλούν για ηθικές αρχές
πολλοί κατήγοροί μου.
Να πούνε ό,τι θέλουνε,
εγώ με την ισχύ μου

θα συνεχίσω ακάθεκτος,
κι ας απομείνω μόνος.
Εγώ έχω τη δύναμη.
Και νόμος μου ο φόνος.

Τετάρτη 21 Μαΐου 2025

Ήττα διαρκείας

 
Τω τριακόσια εικοσιπέντε
ιερατείο και παλάτι
αχρείος εναγκαλισμός.

Και άρχισε ο πόλεμος·
με δόγματα δεδιωγμένος
ο παλαιός πολιτισμός.

Ο χρόνος αδυσώπητος.
Και απομένει ηττημένος
ο μέγιστος Ελληνισμός.

Δευτέρα 19 Μαΐου 2025

Η τύχη ενός καλού ανθρώπου (Θάνος 1902-1998)

 
Οι δύο κόρες Αυστραλία, οι δύο γιοι Αμερική,
και είπανε πως τη φυγή τους τη θεωρούν οριστική.
Κι έτσι απόμεινε ο Θάνος με την αμείλικτη κυρά,
τη στρίγγλα τής κακής του τύχης με λόγια πάντοτε πικρά.

Περίεργος ο έρωτάς του για την αγέλαστη Μαριώ,
εκείνος στα εικοσιτρία, εκείνη στα δεκαοχτώ.
Νωρίς τα είδε τα σημάδια, μα αιαιόδοξος πολύ,
θαρρούσε θα την ορμηνεύει και θα την έκανε …καλή.

Ένα παιδί μετά το άλλο, βγήκε η Μαριώ του καρπερή,
κι όπως κυλούσανε τα χρόνια έβλεπε τι τον καρτερεί.
Με το καλό τη νουθετούσε να φέρνεται ανθρωπινά,
να δείχνει λίγη καλοσύνη και να μη δέρνει τα παιδιά.

Χαμένος πήγαινε ο κόπος, όλο κλαμένα τα παιδιά,
ο Θάνος μέσα στη βιοπάλη πότε ν’ αδειάσει απ’ τη δουλειά.
Σαν μεγαλώσανε οι κόρες πήραν τα μάτια τους κι οι δυο
με κλάματα στην Αυστραλία – η μάνα άγριο θεριό.

Κι οι δύο γιοι ρίξανε πέτρα και βρέθηκαν στην ξενιτιά
κι απόμεινε στ’ ωραίο σπίτι με την κυρά του την κακιά.
Κουβαλητής και νοικοκύρης, μεγάλη τύχη η Μαριώ,
για όλα όμως είχε γκρίνια, ποτέ το λόγο τον καλό.

Απόφαση το είχε πάρει από νωρίς οριστικά,
«έτσι το θέλησε η Τύχη» μονολογούσε στωικά.
Καλοπροαίρετος με όλους, μέσα στον κόσμο ευτυχής,
στο σπίτι του κατατρεγμένος, αδικημένος εξ αρχής.

Κάποια αιφνίδια αρρώστια, στα εβδομήντα η Μαριώ,
σύντομα έφτασε η κλήση να φύγει για τον ουρανό.
Στα εβδομήντα πέντε ο Θάνος χωρίς τής γκρίνιας το χαλκά,
απαλλαγμένος επιτέλους από μιαν άθλια σκλαβιά.

Κανένα δάκρυ στην κηδεία από γνωστούς και συγγενείς,
όλοι σχολίασαν του Θάνου την τύχη τής κακιάς ζωής.
Στη μέγγενη μισόν αιώνα, τώρα ελεύθερο πουλί,
προφταίνει άραγε το χρόνο να κλείσει τη βαθειά πληγή;
Την κακοπέραση ν’ αφήσει να βυθιστεί στη λησμονιά,
σαν ένα όνειρο να μείνει της ζήσης του η χειμωνιά;

Περάσανε σαράντα μέρες κι ένα βραδάκι η Ματή,
η φημισμένη προξενήτρα, στο Θάνο χαμογελαστή.
Διακριτικά διατυπωμένα τα λόγια τής παρηγοριάς
για το αμόνι τής ζωής του, για τον καημό τής ξενιτιάς.

Κι αφού τα είπε γύρω-γύρω σαν ένα χάδι στην ψυχή,
τον έφερε σε άλλη σκέψη να λογαριάσει τη ζωή.
Το πόσο άδικο θα ήταν αυτός ο άντρας ο σωστός,
που όλοι τον αναγνωρίζουν, να καταλήξει μοναχός.

Κι από κουβέντα σε κουβέντα τού μίλησε για τη Λενιώ
που την παράτησε η Τύχη μετά το πρώτο προξενιό,
εδώ και χρόνια μοναχή της στη γειτονιά την ακρινή,
χωρίς να έχει πια δικούς της, και η ζωή της φτωχική.
Φιλότιμη ξενοδουλεύτρα με μιαν ευρύχωρη καρδιά,
ανεκτική και μετρημένη, όλα τα έργα της καλά.

Δυο νύχτες άγρυπνος ο Θάνος αναζητάει το σωστό,
ζυγίζει τα γεράματά του, μη γίνει βάρος στη Λενιώ,
μήπως αστόχαστα της κόψει μιαν άλλη τύχη ταιριαστή,
μήπως εκείνη απ’ ανάγκη τα γηρατειά του θ’ ανεχτεί.

Στην πόρτα του το τρίτο βράδυ η προξενήτρα θαρρετά
ήρθε το δίλημμα να λύσει, να μη φοβάται το μετά.
Προσεκτικά ακολουθούσε η εξηντάχρονη Λενιώ
που ήρθε αποφασισμένη για το στερνό της προξενιό.

Με καλοσύνη οι κουβέντες, ορθάνοιχτες οι δυο καρδιές,
συμπάθεια κι εμπιστοσύνη, διαβεβαιώσεις καθαρές
και τελική απόφασή τους ν’ αφήσουνε τους δισταγμούς,
με θέληση να πορευτούνε, μαζί να λιώσουν τους καημούς.

Σιγά-σιγά οι πρώτες μέρες, λόγια καλά και ταπεινά
με κατανόηση κι ελπίδα, αισθήματα ειλικρινά.
Κάνει τη σύγκριση ο Θάνος, η διαφορά συντριπτική
από το μόνιμο χειμώνα σε άνοιξη πραγματική.
Χαρούμενος ξανανιωμένος όλο το σπίτι τού γελά
και η Λενιώ ξεθαρρεμένη πάντα με θέρμη τού μιλά.

Πετυχημένο το ζευγάρι, ο λόγος τής Ματής σωστός,
με σύμπνοια κι εμπιστοσύνη όμορφα τρέχει ο καιρός.
Κατέφθασε κι η πρώτη κόρη, σε λίγο όλα τα παιδιά,
η ευτυχία μες στο σπίτι, τους χαίρεται κι η γειτονιά.

Λαμποκοπά ο γερο-Θάνος, ευτυχισμένη κι η Λενιώ
αναρωτιέται κάθε λίγο μήπως δεν είν’ αληθινό.
Είχε θαμμένη την ελπίδα μέσα στη μαύρη μοναξιά
και τώρα μια ζωή καινούρια, γαληνεμένη ανθρωπιά.
Ήσυχα φεύγουνε τα χρόνια, απολαμβάνουν το παρόν,
οι δυο τους πάντα αγαπημένοι, ούτε κοιτούν το παρελθόν.

Σάββατο 17 Μαΐου 2025

Ο στίχος

 
Ο στίχος μού κέντριζε, μέρες, τη μνήμη,
χωρίς να μπορεί να μου πει τι ζητά,
σε κάποιες στιγμές κουβαλούσε μια λύπη,
σε άλλες, αόριστα, κάποια χαρά.

Κι απόψε τη νύχτα, κοντά μου η Φοίβη
το στίχο ψιθύριζε μ’ επιμονή,
στα χέρια μου πήρα χαρτί και μολύβι,
και στίχοι καινούριοι σηκώσαν φωνή.

Ποτάμι οι λέξεις, φωτιές το μολύβι
μαζί τους να τρέξει, να βγάλει φτερά,
απρόσμενη μέσα στη νύχτα μου τύρβη,
προς άγνωρο τόπο κινούσα γοργά.

Οι στίχοι με πήγαν σε δύσβατο δάσος,
πυκνόφυλλοι θάμνοι, ο δρόμος κλειστός,
μα ξέφωτο έλαμψε πέρα στο βάθος,
η Φοίβη τραβούσε μπροστά οδηγός.

Κυλήσαν οι ώρες, η νύχτα στη λήθη,
η Φοίβη αόρατη στο λυκαυγές.
Αχνά ξεπροβάλλουν οι πρώτοι μου στίχοι,
τής λύπης οι νύξεις μικρές αμυχές.

Προβάλλουν αργά και οι δεύτεροι στίχοι,
της νέας μου μέρας καλός ο ρυθμός,
διαχέονται γύρω ευφρόσυνοι ήχοι.
Η λύπη διαλύεται μέσα στο φως.

Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

Εξωχώριος

 
Πρώτη στάση στη Μαγιόρκα κι ύστερα για τις Αζόρες,
στο Μπαλί και στις Σεϋχέλλες, τι ωραίες ξένες χώρες!
Στα Καϊμάν για τα κρυμμένα και γραμμή για τις Μαλδίβες,
πλούσιες περιπλανήσεις στις εξωτικές νησίδες.

Σε χοτέλ των δέκα αστέρων που αράζουν βασιλιάδες,
με καζίνα και γυναίκες στέκια για μαχαραγιάδες,
χρήμα είχα να σκορπάω, έκανα ζωή μεγάλη,
αφημένες οι Αθήνες, μια ωραία παραζάλη.

Ήταν κι άλλοι καθώς πρέπει ματσωμένοι ιδιώτες,
μερικοί γνωστοί μεγάλοι δεδομένοι πατριώτες,
μα και κάποιοι μεγιστάνες που κανένας δεν τους ξέρει,
με οφσόριες καλύψεις και πολύ μακρύ το χέρι.

Σε μια βίλα οργιώδη ο Φαυλόπουλος ο μάγκας,
ο αεριτζής Λαμόγης κι ο ναρκόβιος ο Φράγκας,
μεθυσμένο το ξενύχτι με τον Υπονομιάδη,
αγκαλιά ο Πρωτομίζας με τον Υποχειριάδη.

Από άδηλα ταμεία χρήμα ρέει καλυμμένο,
με συνέργεια προυχόντων χρόνια κατοχυρωμένο.
Υπερπόντια ταξίδια όλοι εμείς οι παραλήδες,
έχουμε ανακαλύψει βέρες χρηματοπατρίδες!

Τετάρτη 14 Μαΐου 2025

Ευεργεσία ποιος

 
Μεγάλη ήτανε η ατυχία
κι έπεσε χρέος πάνω μας βαρύ,
απρόσμενη και μια θεομηνία,
και πώς το χρέος μας να πληρωθεί;

Δεσμώτες τής κακής μας ιστορίας,
διέξοδο ζητούσαμε στο φως,
αυθόρμητα ο Γιάννος τής Μαρίας
μάς έγινε γενναίος αρωγός.

Κρατούσαμε κρυφό το πρόβλημά μας,
μα ήταν εύκολο να μαθευτεί,
κατάλαβε αυτός την ένδειά μας
κι εξόφλησε μια δόση τρανταχτή.

Τον ψάξαμε το Γιάννο να τον δούμε·
αυτόν το μακρινό μας συγγενή,
ευχαριστώ μεγάλο να τού πούμε,
μα έχει μέρες στο χωριό μας να φανεί.

Περάσανε ακόμα τρεις βδομάδες
και φήμες κυκλοφόρησαν κακές,
τις άρπαξαν χαιρέκακες κυράδες,
τις έφτασαν στις έξι γειτονιές.

Τον ψάχνουνε το Γιάννο να τον βρούνε,
για κάποιες υποθέσεις σκοτεινές,
για χρήματα πολλά τον ερευνούνε.
Οι φήμες δυστυχώς αληθινές.

Πέμπτη 8 Μαΐου 2025

Αμνήμων

 
Σε μια χαράδρα σκοτεινή στα έγκατα του νου σου,
απρόσμενα βυθίστηκες, κι ο χρόνος σου νεκρός.

Αυτή σε ανασήκωσε να ξαναβγείς στο φως σου
και γύρισε σε άνοιξη ο άγριος καιρός.
Αυτή το γέλιο σού ’φερε στα κλειδωμένα χείλη
κι άρθρωσες λέξεις σου παλιές που είχανε σβηστεί.
Αυτή, ο μόνος αρωγός, χαμένοι σου οι φίλοι,
και μένει αταλάντευτη σε κάθε σου στιγμή.

Στέκει ακόμα δίπλα σου, τη γλώσσα σου αντέχει,
τώρα που καβαλίκεψες το βουερό σου εγώ,
χωρίς καμιά περίσκεψη κουνάς ξανά το χέρι
και δεδομένο θεωρείς δικό σου τον καιρό.

Τετάρτη 7 Μαΐου 2025

28η Οκτωβρίου

 
Για την 28η Οκτωβρίου τα παρακάτω ποιήματα:
Απομνημονεύματα
Ασβός και λιοντάρι
Δεμένοι
Εκείνοι στην Πίνδο
Ο πόλεμος στο χωριό
Όχι

 

25η Μαρτίου

 Για την 25η Μαρτίου τα παρακάτω ποιήματα:
Αποτίναξη
Αφανείς ήρωες
Αφήστε ήσυχους τους ήρωες
Γενναίοι, καιροσκόποι και άγιοι
Ήθη δυναστών
Κρυφοί αγωνιστές
Με τους υπόλοιπους
Προς φιλέλληνα
Ως πότε


Τρίτη 6 Μαΐου 2025

Η υπερβολή τής Μαρίτσας

 
Πορεύτηκε με καλοσύνη,
με ανοχή και με αγάπη.
Και σήμερα στα εβδομήντα
η αγαθή Μαρίτσα τέλος.

Σαν ήταν νέα, με τη μάνα
απαγορεύεις κι απαιτήσεις,
μετά τη μάνα η πεθερά της
αγκίδες και παρατηρήσεις.

Και ύστερα με δύο κόρες
να σπεύδει πάντα να βοηθάει,
μέρα και νύχτα κουρασμένη·
γαμπροί και κόρες βολεμένοι.

Καλόν παράδεισο της λένε·
δικοί της και γνωστοί την κλαίνε,
η θεια-Μαρίτσα πεθαμένη
και όλοι τους ξεβολεμένοι.

Πορεύτηκε με καλοσύνη,
με ανοχή και με αγάπη.
Το σώμα καταπονημένο
και το μυαλό ανταριασμένο,
μέχρι το τέλος να συντρέχει,
να μεγαλώνει δυο εγγόνια.
Σαν είλωτας εξήντα χρόνια.

Σε όλα ναι η θεια-Μαρίτσα,
υγεία της παρατημένη,
αγόγγυστο το ξόδεμά της,
και οι δικοί της βολεμένοι.

Σάββατο 3 Μαΐου 2025

Στο λημέρι μας

 
Σιγανός ο νοτιάς στο κρυφό μας λημέρι,
τραγουδούσε το πεύκο μας διακριτικά,
ανεπαίσθητα έφτανε το μεσημέρι
και τα πάντα τριγύρω μας ονειρικά.

Απ’ τα βάθη σου πήγαζαν εύμολποι στίχοι,
ξεκινούσες τραγούδι κι εσύ, διαλεχτό,
του δεσμού μας υμνούσες την εύλαλη τύχη,
με ιάμβους πυκνούς απαντούσα εγώ.

Με τις λέξεις μου έπλαθες άλλες εικόνες
και ωραίους ανίχνευα υπαινιγμούς,
οι ευδιάκριτες νύξεις για νέους κανόνες
υπονόμευαν κάποιους παλιούς δισταγμούς.

Είχαν γίνει ζεστές τού τοπίου οι ώρες,
ο νοτιάς κουρασμένος, το πεύκο σιωπή,
το λημέρι μας φύλαγαν νύμφες και κόρες,
σαν Δρυάδα και συ, πινελιά θαυμαστή.

Απ’ τους στίχους ξεπήδησαν άφθονες σπίθες,
των χεριών μας δυνάμωσε η αγκαλιά.
Μία λέξη περίμενα· κι όπως την είπες,
της φωνής σου το χρώμα τρανή πυρκαγιά. 
                             
Είχαν γίνει ζεστές τού τοπίου οι ώρες
και τα λόγια μας έπεσαν μες στις σιωπές.
Τραβηγμένες στην άκρη οι νύμφες κι οι κόρες
στης αφής μάς αφήσανε τις προτροπές.

OSZAR »