Οι δύο κόρες Αυστραλία, οι δύο
γιοι Αμερική,
και είπανε πως τη φυγή τους τη
θεωρούν οριστική.
Κι έτσι απόμεινε ο Θάνος με την
αμείλικτη κυρά,
τη στρίγγλα τής κακής του τύχης
με λόγια πάντοτε πικρά.
Περίεργος ο έρωτάς του για την
αγέλαστη Μαριώ,
εκείνος στα εικοσιτρία, εκείνη
στα δεκαοχτώ.
Νωρίς τα είδε τα σημάδια, μα αιαιόδοξος πολύ,
θαρρούσε
θα την ορμηνεύει και θα
την έκανε …καλή.
Ένα παιδί μετά το άλλο, βγήκε η
Μαριώ του καρπερή,
κι όπως κυλούσανε τα χρόνια
έβλεπε τι τον καρτερεί.
Με το καλό τη νουθετούσε να
φέρνεται ανθρωπινά,
να δείχνει λίγη καλοσύνη και να
μη δέρνει τα παιδιά.
Χαμένος πήγαινε ο κόπος, όλο
κλαμένα τα παιδιά,
ο Θάνος μέσα στη βιοπάλη πότε
ν’ αδειάσει απ’ τη δουλειά.
Σαν μεγαλώσανε οι κόρες πήραν
τα μάτια τους κι οι δυο
με κλάματα στην Αυστραλία – η
μάνα άγριο θεριό.
Κι οι δύο γιοι ρίξανε πέτρα και
βρέθηκαν στην ξενιτιά
κι απόμεινε στ’ ωραίο σπίτι με
την κυρά του την κακιά.
Κουβαλητής και νοικοκύρης,
μεγάλη τύχη η Μαριώ,
για όλα όμως είχε γκρίνια, ποτέ
το λόγο τον καλό.
Απόφαση το είχε πάρει από νωρίς
οριστικά,
«έτσι το θέλησε η Τύχη»
μονολογούσε στωικά.
Καλοπροαίρετος με όλους, μέσα
στον κόσμο ευτυχής,
στο σπίτι του κατατρεγμένος,
αδικημένος εξ αρχής.
Κάποια αιφνίδια αρρώστια, στα
εβδομήντα η Μαριώ,
σύντομα έφτασε η κλήση να φύγει
για τον ουρανό.
Στα εβδομήντα πέντε ο Θάνος χωρίς
τής γκρίνιας το χαλκά,
απαλλαγμένος επιτέλους από μιαν
άθλια σκλαβιά.
Κανένα δάκρυ στην κηδεία από
γνωστούς και συγγενείς,
όλοι σχολίασαν του Θάνου την
τύχη τής κακιάς ζωής.
Στη μέγγενη μισόν αιώνα, τώρα
ελεύθερο πουλί,
προφταίνει άραγε το χρόνο να
κλείσει τη βαθειά πληγή;
Την κακοπέραση ν’ αφήσει να
βυθιστεί στη λησμονιά,
σαν ένα όνειρο να μείνει της
ζήσης του η χειμωνιά;
Περάσανε σαράντα μέρες κι ένα
βραδάκι η Ματή,
η φημισμένη προξενήτρα, στο
Θάνο χαμογελαστή.
Διακριτικά διατυπωμένα τα λόγια
τής παρηγοριάς
για το αμόνι τής ζωής του, για
τον καημό τής ξενιτιάς.
Κι αφού τα είπε γύρω-γύρω σαν
ένα χάδι στην ψυχή,
τον έφερε σε άλλη σκέψη να
λογαριάσει τη ζωή.
Το πόσο άδικο θα ήταν αυτός ο
άντρας ο σωστός,
που όλοι τον αναγνωρίζουν, να
καταλήξει μοναχός.
Κι από κουβέντα σε κουβέντα τού
μίλησε για τη Λενιώ
που την παράτησε η Τύχη μετά το
πρώτο προξενιό,
εδώ και χρόνια μοναχή της στη
γειτονιά την ακρινή,
χωρίς να έχει πια δικούς της,
και η ζωή της φτωχική.
Φιλότιμη ξενοδουλεύτρα με μιαν
ευρύχωρη καρδιά,
ανεκτική και μετρημένη, όλα τα
έργα της καλά.
Δυο νύχτες άγρυπνος ο Θάνος
αναζητάει το σωστό,
ζυγίζει τα γεράματά του, μη
γίνει βάρος στη Λενιώ,
μήπως
αστόχαστα της κόψει μιαν άλλη τύχη ταιριαστή,
μήπως εκείνη
απ’ ανάγκη τα γηρατειά του θ’ ανεχτεί.
Στην πόρτα
του το τρίτο βράδυ η προξενήτρα θαρρετά
ήρθε το
δίλημμα να λύσει, να μη φοβάται το μετά.
Προσεκτικά
ακολουθούσε η εξηντάχρονη Λενιώ
που ήρθε
αποφασισμένη για το στερνό της προξενιό.
Με καλοσύνη
οι κουβέντες, ορθάνοιχτες οι δυο καρδιές,
συμπάθεια κι
εμπιστοσύνη, διαβεβαιώσεις καθαρές
και τελική
απόφασή τους ν’ αφήσουνε τους δισταγμούς,
με θέληση να
πορευτούνε, μαζί να λιώσουν τους καημούς.
Σιγά-σιγά οι
πρώτες μέρες, λόγια καλά και ταπεινά
με κατανόηση
κι ελπίδα, αισθήματα ειλικρινά.
Κάνει τη
σύγκριση ο Θάνος, η διαφορά συντριπτική
από το
μόνιμο χειμώνα σε άνοιξη πραγματική.
Χαρούμενος
ξανανιωμένος όλο το σπίτι τού γελά
και η Λενιώ
ξεθαρρεμένη πάντα με θέρμη τού μιλά.
Πετυχημένο
το ζευγάρι, ο λόγος τής Ματής σωστός,
με σύμπνοια
κι εμπιστοσύνη όμορφα τρέχει ο καιρός.
Κατέφθασε κι
η πρώτη κόρη, σε λίγο όλα τα παιδιά,
η ευτυχία μες
στο σπίτι, τους χαίρεται κι η γειτονιά.
Λαμποκοπά ο
γερο-Θάνος, ευτυχισμένη κι η Λενιώ
αναρωτιέται
κάθε λίγο μήπως δεν είν’ αληθινό.
Είχε θαμμένη
την ελπίδα μέσα στη μαύρη μοναξιά
και τώρα μια
ζωή καινούρια, γαληνεμένη ανθρωπιά.
Ήσυχα
φεύγουνε τα χρόνια, απολαμβάνουν το παρόν,
οι δυο τους
πάντα αγαπημένοι, ούτε κοιτούν το παρελθόν.